ἄρχιος

ἄρχιος
ἄρχιος
religious official
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρχίου — ἄρχιος religious official masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωάρχιος — ζωάρχιος, ον (Α) αυτός που είναι η αρχή τής ζωής, η πρώτη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + αρχιος (< αρχος < άρχω), πρβλ. μετ άρχιος, πολυ άρχιος] …   Dictionary of Greek

  • ιεράρχιος — ἱεράρχιος, ον (Α) ο ιεραρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άρχιος (< αρχος < άρχω), πρβλ. πολυ άρχιος, υπερ άρχιος] …   Dictionary of Greek

  • μετάρχιος — μετάρχιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + άρχιος (< αρχος < ἄρχω), πρβλ. πολυ άρχιος, υπερ άρχιος] …   Dictionary of Greek

  • υλάρχιος — ον, Α αυτός που εξουσιάζει την ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + άρχιος (< άρχης* / αρχος + επίθημα ιος), πρβλ. πολυ άρχιος] …   Dictionary of Greek

  • προάρχιος — ον, Μ αυτός που υπάρχει πριν από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρχή (πρβλ. ὑπερ άρχιος)] …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0401 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ἁρχῖος, ἁρχαιότερος, πρότερος antiquior, prior, priscus, pristinus, primarius. Առաւել նախնի. նախկին. նախագոյն. յառաջագոյն. հնագոյն. գլխաւոր. *Նախնագոյն էր Մովսէս քան զամենայն իմաստունս հեղղենացւոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”